- καμπτήρ
- καμπτήρbendmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καμπτήρ — καμπτήρ, ὁ (AM) βλ. καμπτήρας … Dictionary of Greek
καμπτῆρα — καμπτήρ bend masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπτῆρας — καμπτήρ bend masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπτῆρες — καμπτήρ bend masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπτῆρι — καμπτήρ bend masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπτῆρος — καμπτήρ bend masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπτῆρσι — καμπτήρ bend masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπτῆρσιν — καμπτήρ bend masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπτήρων — καμπτήρ bend masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπτήρας — ο (AM καμπτήρ) [κάμπτω] νεοελλ. 1. αυτός που κάμπτει, που λυγίζει κάτι 2. ναυτ. σιδερένιος ή ξύλινος κύλινδρος που εμποδίζει την τριβή τών αλυσίδων ή τών σχοινιών, μπαμπαδάκι 3. φρ. ανατ. «καμπτήρες μύες» μύες που με τη συστολή τους κάμπτουν… … Dictionary of Greek